Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εἰς τέλος

См. также в других словарях:

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • συνελαύνω — ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α [ἐλαύνω] παρορμώ, παρακινώ αρχ. 1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.) 2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί 3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ ἤλασ ὀδόντας», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • Ի — I. ( ) NBH 1 0841 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c նախդիր տրական հոլովոյ որպէս Առ. յ. ց. միայն ՛ի սկզբան բառից բաղաձայն տառիւ հաւելոց. εἱς, ἑπί, πρός in, ad. *Դարձաւ առ նոյ ʼի տապան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԻՍՊԱՌ — ( ) NBH 1 0869 Chronological Sequence: Unknown date մ. Ի ՍՊԱՌ. ԻՍՊԱՌ. εἱς τέλος, εἱς πέρας in finem, omnino. Մնչեւ ʼիսպառումն. մինչ ʼի կատարած. ցվախճան. յաւէտ. բոլորովին. ամենայն սարօք կամ մասամբք. բնաւին. ինչուան ետքը, բոլոր բոլորովին. ... *Ոչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • έμπρεπος — ἔμπρεπος, ο (AM) ευπρεπής, τίμιος μσν. (για ενέργεια) ονομαστός («νὰ ποίςῃ πρᾱγμα ἔμπρεπον εἰς τέλος τῆς ζωῆς του», Χρον. Moρ.) …   Dictionary of Greek

  • κατασκήπτω — (Α) 1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω 2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω 3. πέφτω επάνω 4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες 5. (για φήμη) διαδίδομαι 6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνό… …   Dictionary of Greek

  • κοπή — η (ΑM κοπή) [κόπτω] τομή, κόψιμο («κοπή μετάλλων») νεοελλ. 1. ποίμνιο, κοπάδι 2. το κούρεμα τών προβάτων και η κατάλληλη εποχή που γίνεται αυτό μσν. 1. σχήμα, κατατομή 2. περικοπή, μείωση μσν. αρχ. σφαγή («κόπτοντες αὐτοὺς κοπὴν μεγάλην σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • АЛФАВИТНЫЕ СТИХИРЫ — [греч. στιχηρὰ κατὰ ἀλφάβητον, церковнослав. или « »], ряды стихир, расположенных по принципу алфавитного акростиха. В слав. традиции А. с. называют также азбучными стихирами. А. с. в визант. гимнографии Генетически А. с., вероятно, связаны с… …   Православная энциклопедия

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»